- ἐρυθρούς
- ἐρυθρόςredmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
OVIS Rubra — imo purpurea; non in conversione rerum solum Cumaeô carmine praedictâ, apud Virglium, Ecl. 4. v. 39. Omnis fert omnia tellus, Non rastros patietur humus, non umea facem. Robustus quoque iam tauris iuga solvet arator. Nec varios discet mentiri… … Hofmann J. Lexicon universale
ερυθροδάκτυλος — ἐρυθροδάκτυλος, ον (Α) αυτός που έχει ερυθρούς δακτύλους, ροδοδάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + δάκτυλος] … Dictionary of Greek
ευδιάλυτος — Ορυκτό που αποτελείται από πυριτικά άλατα σιδήρου, ζιρκονίου και ασβεστίου. Κρυσταλλώνεται στο ρομβικό σύστημα και σχηματίζει ερυθρούς διαφανείς κρυστάλλους με υαλώδη λάμψη. Έχει σκληρότητα 5,5 και ειδικό βάρος 2,90 3,01. Βρίσκεται σε δύο… … Dictionary of Greek
σαξόνιος — α, ο, Ν [Σαξονία] 1. σαξονικός 2. φρ. «σαξόνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το σαξόνιο» γεωλ. υποδιαίρεση τού μέσου περμίου και τών πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά της, υποδιαίρεση η οποία ακολουθεί την ωτούνια βαθμίδα και προηγείται της… … Dictionary of Greek
τεχνάζω — ΝΜΑ [τέχνη] μέσ. τεχνάζομαι επινοώ, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι νεοελλ. (το μέσ.) δολοπλοκώ, μηχανορραφώ μσν. (το μέσ.) μεταβάλλω κάτι με επινόηση («τινὲς τῶν μήλων τοὺς καρποὺς ἐρυθροὺς τεχνάζονται οὕτω», Γεωπ.) αρχ. 1. μεταχειρίζομαι, εφαρμόζω τέχνη … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek
νάνοι αστέρες — (Αστρον.). Κατηγορία αστέρων που έχουν φαινόμενο μέγεθος αμυδρότερο του απόλυτου μεγέθους. Οφείλουν την ονομασία τους στον Δανό αστρονόμο Χέρτσμπρουνγκ, ο οποίος παρατήρησε ότι υπάρχει σαφής διαφορά ανάμεσα στους ερυθρούς αστέρες μεγάλης και… … Dictionary of Greek
Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek